- ἰκταίνω
- ἰκταίνωSee also: s. 1. ἴκταρ.Page in Frisk: 1,718
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ικταίνω — ἰκταίνω (Α) χτυπώ, ωθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ἴκταρ (Ι)* και απαντά εν συνθέσει σε γλώσσα τού Αριστάρχου: ὑπερ ικταίνοντο ἄγαν ἐπάλλοντο] … Dictionary of Greek
υπερικταίνομαι — Α (επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ ἐρρώσαντο, πόδες δ ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το… … Dictionary of Greek